-
1 импорт
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > импорт
-
2 страна-импортёр
η χώρα-εισαγωγέας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > страна-импортёр
-
3 импортёр
-а α.εισαγωγέας (εμπορευμάτων). -
4 инвестор
-а α.εισαγωγέας κεφαλαίων, που επενδύει, κεφάλαια.
См. также в других словарях:
εισαγωγέας — και εισαγωγεύς, ο (Α εἰσαγωγεύς) νεοελλ. έμπορος που φέρνει εμπορεύματα από το εξωτερικό αρχ. 1. ο εισηγητής δικαστικών υποθέσεων στην Ηλιαία και άλλα δικαστήρια 2. ο επιμελητής τών ασκήσεων τών χορών τών νέων 3. στον πληθ. στη Σάμο οι υπεύθυνοι… … Dictionary of Greek
εισαγωγέας — ο αυτός που εισάγει κάτι και ιδίως ο έμπορος που εισάγει σε κάποια χώρα είδη από το εξωτερικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰσαγωγέας — εἰσαγωγέᾱς , εἰσαγωγεύς introducer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
εισαγωγός — ο (Α εἰσαγωγός) ο εισαγωγέας αρχ. 1. επίθ. τού Ερμή επειδή προστάτευε τις εισαγωγές 2. σωλήνας … Dictionary of Greek
παραγωγεύς — ὁ, Α 1. εισαγωγέας 2. παραγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αγωγεύς (< ἀγωγεύς < ἀγωγός), πρβλ. κατ αγωγευς] … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Μακρής, Παυσανίας — (Ζάκυνθος 1874 – Αθήνα 1943). Επιχειρηματίας και εκδότης. Αυτοδημιούργητος, άρχισε να εργάζεται αμέσως μόλις τελείωσε το γυμνάσιο, ως υπάλληλος ξυλουργικού εργοστασίου στην Πάτρα. Ασχολήθηκε αργότερα με το εμπόριο της σταφίδας. Το 1914… … Dictionary of Greek
ανταλλακτικός, -ή — ό 1. αυτός που γίνεται με ανταλλαγή: Το παλαιότερο εμπόριο ήταν το ανταλλακτικό. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ανταλλακτικά εξαρτήματα που χρησιμεύουν για την αντικατάσταση άλλων όμοιων φθαρμένων: Είναι εισαγωγέας ανταλλακτικών αυτοκινήτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποκλειστικός — ή, ό επίρρ. ά μοναδικός: Είναι ο αποκλειστικός εισαγωγέας αυτού του προϊόντος στη χώρα μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)